βυρσότονον

βυρσότονον
βυρσότονος
with skin stretched over it
masc/fem acc sg
βυρσότονος
with skin stretched over it
neut nom/voc/acc sg
βυρσοτενής
masc/fem acc sg
βυρσοτενής
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βυρσότονος — βυρσότονος, ον (Α) 1. ο βυρσοτενής 2. φρ. «βυρσότονον κύκλωμα» το τύμπανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + τονος < τείνω] …   Dictionary of Greek

  • κύκλωμα — το (AM κύκλωμα) [κυκλώ (II)] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση νεοελλ. 1. ομάδα αλληλοϋποστήριζόμενων ατόμων που έχουν κοινές απόψεις, κοινές επιδιώξεις και κυρίως κοινά συμφέροντα και δρουν συνήθως ιδιοτελώς 2. φρ. α) φυσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”